- πρατεύς
- -έως, ὁ, Αδωρ. τ. βλ. πρωτεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρατήων — πρατεύς first principle masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α ως κύριο όν. Πρωτεύς μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος [θαλασσινός] γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και,… … Dictionary of Greek
Протей — (Proteus, Πρωτεύς). Морской бог, обладавший способностью принимать любой образ. Он пас стада тюленей Амфитриты, в полдень поднимался из моря и отдыхал в тени скал. Так как он имел дарь прорицания, то в это время его старались захватить и… … Энциклопедия мифологии
πρατέα — πρᾱτέα , πρατέος to be sold neut nom/voc/acc pl πρᾱτέᾱ , πρατέος to be sold fem nom/voc/acc dual πρᾱτέᾱ , πρατέος to be sold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρατέᾱ , πρατεύς first principle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατέας — πρᾱτέᾱς , πρατέος to be sold fem acc pl πρᾱτέᾱς , πρατέος to be sold fem gen sg (attic doric aeolic) πρατέᾱς , πρατεύς first principle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)